κωδωνοφορώ

κωδωνοφορώ
(Α κωδωνοφορῶ, -έω)
φέρω ή έχω κουδούνια
αρχ.
1. επιθεωρώ τους φρουρούς κρατώντας ένα κουδούνι («κωδωνοφορῶν περίτρεχε, καὶ κάθευδ' ὲκεῑ», Αριστοφ.)
2. παθ. κωδωνοφοροῡμαι
(για βασιλιά) ακολουθούμαι από ανθρώπους που κρατούν κουδούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. καρπο-φορώ, οπλο-φορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”